- σαρκίδιο
- το / σαρκίδιον, ΝΑ(με υποκορ. σημ.) μικρό τεμάχιο σάρκαςνεοελλ.1. ανατ. οποιαδήποτε μικρή σαρκώδης έκφυση2. βοτ. σαρκώδης έκφυση στο σπέρμα ορισμένων φυτώναρχ.1. η κλειτορίδα2. η οπή τής ουρήθρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. κνημ-ίδιον)].
Dictionary of Greek. 2013.